- επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια
- Ουσίες που όταν προστεθούν σε ένα υδατικό ή ελαιώδες υγρό υποβιβάζουν ισχυρά την επιφανειακή του τάση. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες εμφανίζουν πάντοτε μια τάση σχηματισμού αφρού (αφρογόνα) λιγότερο ή περισσότερο υψηλή. Αυτή η τάση προσδιορίζεται από το μέγεθος της ελάττωσης της επιφανειακής τάσης των υγρών, μέσα στα οποία έχουν διασκορπιστεί. Ο αφρός σταθεροποιείται τόσο όσο αυξάνει η μείωση της επιφανειακής τάσης που προκύπτει. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες σχηματίζονται γενικά από μόρια μεγάλου μοριακού βάρους, στα οποία βρίσκονται ρίζες υδρογονανθράκων με αλειφατικές αλυσίδες, αρωματικές αλκυλαρωματικές, με πολλές ομάδες καρβοξυλίων, υδροξυλίων, θειικών και σουλφωνικών. Στα μόριά τους βρίσκονται δύο χαρακτηριστικές δραστικές ομάδες: μία λυόφιλη (καρβοξυλική, θειική) και μία λυόφοβη (αλειφατική ρίζα, αρωματική, αλκυλαρωματική). Τα υδατικά διαλύματα που περιέχουν τέτοιες ουσίες διαβρέχουν ταχύτατα τις επιφάνειες με τις οποίες έρχονται σε επαφή, μετατοπίζουν τους ρύπους, διασπείρουν τα στερεά σωματίδια και μετατρέπουν σε γαλάκτωμα τα λίπη και τα έλαια με τον αφρό που σχηματίζεται με ανατάραξη ή ανάδευση. Ε.α. είναι οι σάπωνες, οι σαπωνίνες, οι γαλακτωματοποιητές, τα χολικά οξέα, τα προσθετικά υλικά των λιπαντικών λαδιών, τα συνθετικά απορρυπαντικά. Οι γαλακτωματοποιητές, τα σταθεροποιητικά αντιδραστήρια των κολλοειδών συστημάτων, δρουν με ελάττωση της επιφανειακής τάσης που υπάρχει μεταξύ των υγρών φάσεων του συστήματος. Τα πιο ενδιαφέροντα είναι τα ρητινικά παράγωγα, οι πολυβινυλικές αλκοόλες, οι ζελατίνες, οι κυτταρίνες. Τα χολικά οξέα, ταυροχολικά και γλυκοχολικά, που περιέχονται στις χολές του ανθρώπου και των ανώτερων ζώων, είναι βιολογικές επιφανειοδραστικές ουσίες επειδή γαλακτωματοποιούν και διαλύουν τα λίπη των τροφών που εισάγονται στον οργανισμό. Τα ε.α. χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα υλικά στα ορυκτέλαια, επειδή βελτιώνουν τις συγκολλητικές ιδιότητές τους, αυξάνοντας τη λιπαντική τους ικανότητα.
Dictionary of Greek. 2013.